μονόρρυθμος

μονόρρυθμος
μονό-ρρυθμος, ον,
A of solitary kind, μ. δόμοι houses dwelt in by one only, A.Supp. 961.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μονόρρυθμος — μονόρρυθμος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει σε έναν μοναδικό ρυθμό ή αποτελεί μοναδικό είδος 2. αυτός που κατοικείται μόνο από έναν («πάρεστιν οἰκεῑν καὶ μονορρύθμους δόμους», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μον ωρύχος (πρβλ. χρυσωρύχος) < μον(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • μονορρύθμους — μονόρρυθμος of solitary kind masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”